τζίρος

τζίρος
ο
(λ. ιταλ.), εμπορική συναλλαγή, κύκλος εργασιών, νταραβέρι: Σήμερα είχαμε πολύ τζίρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τζίρος — (I) ο, Ν 1. κίνηση εμπορικών συναλλαγών, κύκλος εργασιών 2. συνολικό μικτό κέρδος ορισμένης χρονικής περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giro < λατ. gyrus < γῦρος]. (II) ο, Ν βοτ. βλ. τσίρος …   Dictionary of Greek

  • τσίρος — και τζίρος, ο, ΝΜ, και τζῆρος και τζύρος Μ αποξηραμένο αρσενικό και άπαχο σκουμπρί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος άνθρωπος («έγινε τσίρος από την πείνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κηρίς «είδος ψαριού» με τσιτακισμό. Κατ άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”